- λογαριθμικός, -ή
- -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λογαρίθμους: Λογαριθμικοί πίνακες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογαριθμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λογαρίθμους (α. «λογαριθμική συνάρτηση» β. «λογαριθμικός πίνακας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. logarithmique < log (< λογο *) + arithmique (< αριθμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον… … Dictionary of Greek
λογαριθμικός κανόνας — Όργανο που βασίζεται στις ιδιότητες των λογαρίθμων, με το οποίο εκτελούνται γρήγορα υπολογισμοί, με ικανοποιητική ακρίβεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι υπολογισμοί εκτελούνται με τη βοήθεια διαφόρων λογαριθμικών κλιμάκων, με τις οποίες είναι … Dictionary of Greek
ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… … Dictionary of Greek